Σκοτάδι κλειστοφοβικό. Τρόµος. Τα πόδια µου µέσα στην κόκκινη πηχτή επιφάνεια. Προσπαθούσα να τα µετακινήσω, να κολυµπήσω, να κινήσω τα άκρα µου µε γρήγορες βιαστικές κινήσεις, απεγνωσµένες. Βρισκόµουν στο ίδιο σηµείο ακριβώς, το κόκκινο υγρό ήταν πηχτό, ήταν αδύνατο να προχωρήσω. Βούλιαζα. Ήταν αδύνατο να αναπνεύσω, αδύνατο να ζήσω. Σ’ αυτόν τον πηχτό αιµάτινο ποταµό της ζωής µου το µόνο που µπορούσα να κάνω ήταν να βουλιάζω.
Η Αµαλία ακροβατεί ανάµεσα στα οχτώ και τα δεκάξι της χρόνια. Επιστρέφει τελετουργικά και αναπόφευκτα στον τρόµο εκείνης της µέρας, εκείνης της πράξης. Σαν την ηρωίδα του µύθου, την καταπίνει σιγά σιγά το µαύρο σκοτάδι του Άδη. Μέχρι που στη ζωή της θα µπει ένα µικρό αγόρι µε στρογγυλά µάγουλα και θλιµµένα µάτια, ο Ορφέας.