Κάθοµαι και κοιτάζω τις πολυκατοικίες: ούτε ένα φως στα διαµερίσµατα. Όπου και να γυρίσω, κανένα φως. Όλοι κοιµούνται. Και στον δρόµο, ψυχή. Ειδικά σήµερα που είναι καθηµερινή, τίποτα. Κανένας. Η αγαπηµένη µου ώρα. Ησυχία. Κι αν σταµατήσω να µασουλάω, ακούω ως και το βουητό των αυτοκινήτων στην Αχαρνών. Σε καµιά ώρα θα βγουν τα πρώτα τρόλεϊ… Κι είναι κι αυτή η δροσιά – τέλεια! Η δεύτερη µεγαλύτερη απόλαυσή µου: να είναι άνοιξη όπως τώρα, να είµαι ξύπνια τη νύχτα και να αφουγκράζοµαι την ησυχία. Αν τώρα ανάψει ένα φως απέναντι, αν ξυπνήσει κάποιος κι ακούσω καζανάκια και νερά, τελείωσε – χάθηκε η µαγεία. Α πα πα – µην το γρουσουζεύω κιόλας!» (Χριστιάνα, 03:00 το πρωί)
Ένα πάρτι που κανείς δε γνωρίζει αν τελικά θα πραγµατοποιηθεί δίνει την αφορµή σε δεκατέσσερις εφήβους από την κρυµµένη µεριά της πόλης να έρθουν πιο κοντά, να συγκρουστούν, να φιλοσοφήσουν, να εκµυστηρευτούν, να ερωτευτούν και, πάνω απ’ όλα, να ονειρευτούν. Να συνειδητοποιήσουν, τελικά, ότι ζουν σ’ έναν υπέροχο κόσµο µόνο και µόνο επειδή µπορούν να κουρδίζουν κάπου κάπου το «εγώ» τους στην κλίµακα του «εµείς». Ένα µυθιστόρηµα αγαπησιάρικο, ταξιδιάρικο, ειλικρινές και τολµηρό, που αποπνέει µια τρελή τρελή αισιοδοξία!