Όταν η Μαίρη γνώρισε τον Άρη, ήταν σίγουρη ότι η σχέση τους θα κρατούσε για λίγο. Αυτό έλεγε η λογική. Εκείνος ήταν μερικά χρόνια μικρότερος, προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια, ήταν πεισματάρης και κακομαθημένος. Ήταν φανερό πως δεν ταίριαζαν καθόλου και τίποτα δεν έδειχνε τη δραματική τροπή που θα έπαιρναν τα γεγονότα.
Μόνο που η μοίρα όριζε διαφορετικά τις ζωές τους. Εκείνος της είχε παραδοθεί από την πρώτη στιγμή που την είδε κι έκανε αυτό που του υπαγόρευε το παράφορο πάθος του.
Όταν η σύγκρουση με τη λογική έγινε αδυσώπητος πόλεμος, η Μαίρη βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει σ’ ένα πέτρινο σπιτάκι, στη μέση του πουθενά. Η μνήμη της δεν τη βοηθούσε καθόλου να καταλάβει ούτε πώς ούτε πότε έφτασε εκεί, ενώ το αφιλόξενο τοπίο της άγριας φύσης δημιουργούσε δυσοίωνες σκέψεις.
Για ένα ήταν σίγουρη: πίσω από όλη αυτή την περιπέτεια κρυβόταν το σατανικό μυαλό του αδελφού του Άρη. Κι ενώ η ίδια ήταν αποφασισμένη να κλείσει τους λογαριασμούς της με τους ανθρώπους που έκαναν άνω κάτω τη ζωή της, ο μικρός φτερωτός θεός είχε άλλα σχέδια και περίμενε υπομονετικά να έρθει η ώρα που θα έγραφε την τελευταία λέξη.