Μέσα μας κρύβεται ένα άγριο ζώο. Κοιμάται κουλουριασμένο.
Κάποιες φορές όμως ξυπνάει και επιτίθεται…
Αργά τη νύχτα μια πόρνη, η Γουαδαλούπε Ολιβέιρα, επιστρέφει κουρασμένη στο σπίτι της. Εκεί, στους σκοτεινούς δρόμους της βιομηχανικής ζώνης στη Νορένια των Αστουριών, έρχεται αντιμέτωπη με ένα μακάβριο εύρημα:
το πτώμα ενός άντρα…
Το έγκλημα συνταράσσει τη μικρή πόλη. Το θύμα ήταν ένα γνωστό και ευυπόληπτο μέλος της κοινότητας. Τι γύρευε όμως αργά τη νύχτα στην πιο κακόφημη γειτονιά της περιοχής; Ο φρικτός ακρωτηριασμός του δείχνει πως δεν επρόκειτο για μια τυχαία δολοφονία, αλλά μάλλον για άγρια εκδίκηση…
Η Ολίβια Μαράσα είναι μια νέα και φιλόδοξη δημοσιογράφος που βλέπει σ’ αυτή την ιστορία τη μεγάλη ευκαιρία της. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά ολόκληρης της χώρας ασχολούνται με αυτή την είδηση, αλλά εκείνη είναι ντόπια, ξέρει πού βαδίζει – έτσι νομίζει τουλάχιστον. Το ίδιο και ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αγουστίν Κάστρο. Όμως η υπόθεση κρύβει πολλές εκπλήξεις. Κι όσο προχωράει η έρευνα, τόσο περισσότερο πλησιάζουν το άγριο, επικίνδυνο ζώο που παραμονεύει…
Έσφιξε πάνω της την πλεχτή ζακέτα της. Μπορεί να ήταν μέσα Ιουνίου, αλλά εκείνη την ώρα φυσούσε ένα αεράκι που την έκανε να ριγήσει. [...]
Η Γουαδαλούπε κοντοστάθηκε και τέντωσε τ’ αφτιά της. Ναι. Ήταν θόρυβος αυτοκινήτου. [...] Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σαν ψυχή που την κυνηγάει ο διάβολος, σκέφτηκε.
Έστριψε στην οδό απ’ όπου είχε εμφανιστεί το αυτοκίνητο. [...]
Δεν είχε περπατήσει ούτε πέντε λεπτά όταν της φάνηκε πως είδε κάτι πεταμένο στην άκρη του δρόμου. Έμοιαζε με μεγάλο τσουβάλι και έφραζε σχεδόν όλο το πεζοδρόμιο. [...]
Όταν πλησίασε, η Γουαδαλούπε κοκάλωσε. Χρειάστηκε να ακουμπήσει πάνω στον στύλο για να μη σωριαστεί λιπόθυμη. Τα μάτια της θόλωσαν και, παρόλο που ήθελε να ουρλιάξει και να το βάλει στα πόδια, έστεκε εκεί, παράλυτη από τον τρόμο. Αυτό που έμοιαζε με σακί ήταν στην πραγματικότητα, το ακίνητο σώμα ενός ημίγυμνου, αιμόφυρτου άντρα.