ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; είναι η συνθηματική ερώτηση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους η Μέλια και η Μυρτώ λίγο πριν κοιμηθούν. Δυο μικρές αδερφές που ζουν σ’ ένα νησί του Αιγαίου το 1936 ακούνε τον παππού τους να τους μιλάει ώρες ατέλειωτες για τους «αρχαίους» του, ανυπομονούν να ανταμώσουν με τους φίλους και τις φίλες τους από τα τσαρδάκια σαν έρχεται το καλοκαίρι, μα πάνω απ’ όλα τρελαίνονται με τις μαγικές ιστορίες του καπλανιού που τους διηγείται ο ξάδερφός τους ο Νίκος, φοιτητής από την Αθήνα.
Το καπλάνι –όπως το λένε στο νησί–, ένας βαλσαμωμένος τίγρης, που βρίσκεται κλειδωμένο μέσα στη βιτρίνα της μεγάλης σάλας του σπιτιού, πότε κοιτάει με το γαλάζιο και πότε με το μαύρο του μάτι, ανάλογα με τη διάθεσή του.
Τι συμβαίνει μια ζεστή μέρα του Αυγούστου που αναστατώνει τη ζωή των κοριτσιών και των δικών τους; Ποιος θέλει να βλάψει το καπλάνι;
Το καπλάνι της βιτρίνας είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό και περιγράφει τα παιδικά µου χρόνια στη Σάµο. Πώς να µην έχει αναφορές στη δικτατορία του Μεταξά το 1936, που εισέβαλε στη ζωή µας και µπλέχτηκε µε τα παιχνίδια µας. Το µυθιστόρηµα αυτό, παρόλο που ήτανε το πρώτο µου, δεν µε δυσκόλεψε πολύ. Ούτε το κύριο µέληµά µου ήτανε να µιλήσω στα παιδιά για τη δικτατορία. Αυτά που έγραφα ήτανε ιστορίες που διηγιόµουν κάθε βράδυ στα παιδιά µου πριν κοιµηθούν, για την αδελφή µου και για µένα, για τον παππού µας και γενικά για τα παιδικά µας χρόνια στη Σάµο. Τους µιλούσα µε πολύ χιούµορ για τα κατορθώµατά µας, τους φίλους µας και τα παιχνίδια µας κι όσο για τη δικτατορία ξεπήδησε από µόνη της.