Καθισμένα στον φράχτη, τα τρία παιδιά περίμεναν τον Πράσινο Δράκο των 9.15. «Εάν ήταν αληθινός δράκος θα τον σταματούσαμε και θα του λέγαμε να μεταφέρει στον πατέρα την αγάπη μας».
Μόλις το τρένο έβγαινε σφυρίζοντας μέσα από το σκοτεινό τούνελ, η Ρομπέρτα, ο Πίτερ και η Φίλις κυμάτιζαν τα μαντίλια τους στον αέρα. Από το βαγόνι της πρώτης θέσης καθημερινά ο ηλικιωμένος κύριος με το ψηλό καπέλο ανταπέδιδε τον χαιρετισμό τους.
Πριν από λίγο καιρό, όταν κάποιοι μυστηριώδεις άνθρωποι πήραν τον πατέρα τους από το σπίτι, τα παιδιά μαζί με τη μητέρα τους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Λονδίνο και να μετακομίσουν στην εξοχή.
Οι Τρεις Καμινάδες όπου εγκαταστάθηκαν βρίσκονταν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό κι έτσι, πολύ σύντομα, η Ρομπέρτα, ο Πίτερ και η Φίλις έπιασαν φιλίες με τον σταθμάρχη, κατάφεραν να σώσουν ένα επιβατηγό τρένο από τρομακτικό δυστύχημα κι έγιναν Τα Παιδιά που Έβλεπαν τα Τρένα να Περνούν...