Οι πληγωμένοι άνθρωποι αναγνωρίζουν τους άλλους πληγωμένους ανθρώπους. Είναι σαν μια λέσχη στην οποία δεν θέλεις να είσαι μέλος».
Η ζωή δεν έχει φερθεί καλά στην Μπέγια Γκριμ και ας είναι μόνο δεκαεννέα ετών.
Αλλά αυτό πρόκειται να αλλάξει.
Ξεκινώντας κυριολεκτικά από το τίποτα, έχει καταφέρει να χαράξει πορεία, να διεκδικήσει από τη ζωή της περισσότερα – όλα μόνη της. Η οικογένειά της δεν τη στήριξε ποτέ.
Οι σπουδές της ξεκινούν σε δύο μήνες.
Όμως ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της αφήνει την Μπέγια άστεγη.
Μαθημένη να προσαρμόζεται εύκολα, θα καταφύγει στην τελευταία της λύση, στην παραθαλάσσια πόλη όπου ζει ο πατέρας της, τον οποίο γνωρίζει ελάχιστα.
Το πλάνο της είναι ξεκάθαρο: θα περάσει το υπόλοιπο του καλοκαιριού όσο πιο ήρεμα γίνεται, μέχρι να έρθει η στιγμή να αφήσει το παρελθόν πίσω της μια για πάντα.
Όμως ο νέος της γείτονας, ο Σάμσον, έχει άλλα σχέδια.
Οι δυο τους φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό. Εκείνη έζησε μέσα στη φτώχεια και στην εγκατάλειψη. Εκείνος γεννήθηκε μέσα στα πλούτη και στα προνόμια.
Όμως η θλίψη κυριαρχεί στη ζωή τους. Όσο και αν το κρύβουν, έχουν πληγωθεί και οι δύο περισσότερο απ’ όσο είναι έτοιμοι να παραδεχτούν.
Η έλξη ανάμεσά τους είναι έντονη, κι ας είναι ολοφάνερο ότι δεν έχει μέλλον η σχέση τους. Και η Μπέγια πρέπει να προσέξει πριν γκρεμίσει τη ζωή που δεν πρόλαβε καν να χτίσει.