Στη Βιγκάτα οι νύχτες θυμίζουν την ομορφιά που έχουν οι βραδιές στα ποιήματα του Λεοπάρντι - θλιμμένες αλλά μαγευτικές. Ο Μονταλμπάνο ξύπνησε μ’ ένα προαίσθημα. Διαισθάνεται μια σκοτεινή αίσθηση φανταστικού που ενισχύεται από το παιχνίδι των παρεξηγήσεων και παρουσιάζει σαν αληθινή μια ψεύτικη ερμηνεία. Στέκει αμήχανος. Καταλαβαίνει ότι του ανοίγονται δρόμοι χωρίς σκοπό. Προχωρά προσεκτικά, ακολουθώντας την πλάγια οδό. Τα χρόνια που βαραίνουν στην πλάτη του τελικά μετρούν θετικά. Όταν όλα έχουν φτάσει στο σημείο ν’ αποκαλυφθούν, μια παγωνιά χωρίς να φυσά αέρας καλύπτει το μυθιστόρημα. Και στο μεταξύ ο αναγνώστης έχει μάθει να εισχωρεί, μαζί με τον Μονταλμπάνο, σ’ ένα "νεκρικό θάλαμο" και να περνά ξυστά από τους τοίχους για να μη γίνει αντιληπτός και να μην ενοχλήσει με την παρουσία του τη μοναχικότητα του αστυνόμου, που προσηλωμένος ακούει όσα έχει να του διηγηθεί ο τόπος του εγκλήματος, αν ερευνηθεί σωστά.