Ο νους του αγκάλιασε πονετικά την Κρήτη.
Την αγαπούσε σαν ένα πράμα ζωντανό, ζεστό, που ’χε στόμα και φώναζε, και μάτια κι έκλαιγε, και δεν ήταν καμωμένη από πέτρες και χώματα κι από ρίζες δέντρων, παρά από χιλιάδες χιλιάδες παππούδες και μάνες, που δεν πεθαίνουν ποτέ τους, παρά ζουν και μαζεύουνται κάθε Κυριακή στις εκκλησίες κι αγριεύουν κάθε τόσο, ξετυλίγουν μέσα από τα μνήματα μια θεόρατη σημαία και πιάνουν τα βουνά.
Κι απάνω στη σημαία ετούτη, χρόνια σκυμμένες οι αθάνατες μάνες, έχουν κεντήσει με τα κορακάτα και γκρίζα και κάτασπρα μαλλιά τους τα τρία αθάνατα λόγια:
ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Μια στιγμή τα χείλια του, τα φρύδια του, τα μάτια του έπαιξαν, κοίταξε γύρα τους συντρόφους, κάτω την Τουρκιά, απάνω τον ακατοίκητο ουρανό…
«Ελευτερία ή θάνατος!» μουρμούρισε κουνώντας άγρια την κεφάλα του.
«Ελευτερία ή θάνατος, ε κακομοίρηδες Κρητικοί! Ελευτερία και θάνατος! Αυτό πρέπει να γράψω εγώ στο μπαϊράκι μου· αυτό ’ναι το αληθινό μπαϊράκι του κάθε αγωνιστή! Ελευτερία κ α ι θάνατος!»