Πάνω ψηλά σ’ ένα βουνό, κάτω από ένα έλατο, το 1770, γεννήθηκε, ένα τόσο δα μαυριδερό μωρό. Το βαφτίσανε αμέσως Θεόδωρο.
Αυτός ο μικρός Θοδωράκης, όπως τον φωνάζανε σε όλη του τη ζωή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν η ενσάρκωση του Φοίνικα, του μυθικού πουλιού που πεθαίνει και ξαναγεννιέται από τις στάχτες του.
Εγώ ’μαι κείνο το πουλί που στη φωτιά ζυγώνω καίγομαι, στάχτη γίνομαι, και πάλι ξανανιώνω.
Ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας της Ελλάδας που ήρθε να διώξει το σκοτάδι είκοσι αιώνων και να φωτίσει ξανά την πατρίδα. Αυτό το νεογέννητο ήταν ο μυθικός Ηγέτης, ο πολύπαθος, ο πολύτροπος, ο πολυμήχανος του Ομήρου Οδυσσέας, ο ακατάβλητος Οδηγός του Γένους, ο Ιδρυτής του Νεότερου Ελληνισμού, ο Εθνάρχης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης!