Mια ασυνήθιστη ιστορία για τη ζήλια, από την αντρική σκοπιά. «Καμιά φορά, όταν ήμασταν έξω, ήμουν βέβαιος ότι στρέφοντας απότομα το κεφάλι μου, θα τον έπιανα στα πράσα. Να στέκεσαι ακίνητος, βαρύς και άκαμπτος, στο διπλανό τραπέζι ή μέσα στο αυτοκίνητό του, με το τσιγάρο στο χέρι και το βλέμμα καρφωμένο πάνω της? το ίδιο βλέμμα που είχα προλάβει να αποτυπώσω χρόνια πριν στο ιατρείο μου, και το οποίο δεν θα είχε όλον αυτό τον καιρό αλλάξει στο παραμικρό. Ήταν ένα βλέμμα απέραντης αγάπης και κατανόησης, ένα βλέμμα που περιελάμβανε τον πόθο αλλά και το αντίθετό του, τον κατευνασμό. Κάτι βαθύ και πρωτογενές τούς συνέδεε, κάτι στο οποίο δεν είχα, ούτε θα είχα ποτέ, μερίδιο. Ήμουν αποκλεισμένος». Το απόσπασμα είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του δράματος ή της αρρώστιας ή του παραλογισμού που διακατέχει τον κεντρικό ήρωα. Ο οποίος πείθεται ολοένα και περισσότερο, από μικρές ενδείξεις που στο μυαλό του μετατρέπονται σε ισχυρές αποδείξεις, ότι ένα άλλος άντρας έχει κερδίσει την καρδιά και το κορμί της γυναίκας του. Οι λογικοφανείς υποψίες του θα γίνουν έμμονη ιδέα, παρανοϊκή, και θα οδηγήσουν τη σχέση στα έσχατα όριά της. Η διάλυση του γάμου του θα επέλθει τελικά από δική του υπαιτιότητα, καθώς η γυναίκα του θα τον συλλάβει να την απατά... «Ο δρόμος για την κόλαση των αντρών είναι στρωμένος με λογικές σκέψεις», μας λέει ο συγγραφέας. Μια ιστορία ζήλιας και απώλειας: πώς η υποψία μπορεί να σε μεταμορφώσει σ' έναν άγνωστο.