Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Αν με τα τέσσερα το ένα στην τύχη ανοίξει
Το τρία από τα τέσσερα ρητό θε’ να σου δείξει
Στα δύο από τα τέσσερα θάνατος πλησιάζει
Και το ένα από τα τέσσερα κάτω σε κατεβάζει.
Τρία παιδιά, ο Τζέισον, η Τζούλια και ο Ρικ, που λατρεύουν την περιπέτεια. Μια έπαυλη στην άκρη του βράχου, γεμάτη μυστηριώδη, κλειδωμένα δωμάτια. Μια κρυμμένη πόρτα πίσω από μια ντουλάπα, που δεν ανοίγει με τίποτα. Τα παιδιά, όμως, θέλουν να την ανοίξουν. Με όποιο κόστος…
Ο Τζέισον είχε στήσει αυτί στην άκρη της σκάλας. Ένα παράξενο ρεύμα αέρα μετέφερε μακρινούς θορύβους. Τριξίματα επίπλων, ψίθυροι του ανέμου, ποδοβολητό ζώων... Δεν ήταν η πρώτη φορά, εκείνη την εβδομάδα, που ο Τζέισον είχε την εντύπωση ότι τα έπιπλα της Έπαυλης Αργώ είχαν δική τους ζωή: μόλις άδειαζε το δωμάτιο, άλλαζαν θέση κατά ένα χιλιοστό. Ένα χιλιοστό, όχι παραπάνω, για να μην παραξενευτεί κανείς. Αυτή τη φορά, όμως, είχε ακούσει ένα θόρυβο διαφορετικό από τους συνηθισμένους: βήματα στον επάνω όροφο. Πώς και δεν είχε καταλάβει κανείς από την οικογένειά του ότι υπήρχε και κάποιος άλλος μέσα σ’ εκείνο το σπίτι;