Πόσες αταξίες κάνει κάθε μέρα ο Βλαδίμηρος, το σκανταλιάρικο ελεφαντάκι; Με ποιο τρόπο το τιμωρεί η μαμά του; Γιατί μάκρυνε τόσο πολύ η προβοσκίδα του; Γιατί το κυνηγάνε οι νάνοι με τις κίτρινες τιράντες; Και ποιον θα συναντήσει πέρα από το δάσος με τις χρυσές
βερικοκιές;
Οι αναγνώστες θα τα μάθουν όλα αυτά κι άλλα πολλά, διαβάζοντας το κεφάτο αυτό βιβλιαράκι, που είναι γεμάτο με μουστοκούλουρα, ζαχαρωμένα μήλα και φτερωτά ξυπνητήρια και έχει μακρουλό σχήμα για να χωράει όλη την ανοικονόμητη προβοσκίδα του Βλαδίμηρου.
Έφυγε να βρει την τύχη του.
Εκεί που πήγαινε, τον αρπάξανε τρεις νάνοι με κίτρινα καπέλα και τον πουλήσανε... στο ζωολογικό κήπο.
Μετά από λίγο όμως ο επιστάτης τον έδιωξε. Έπιανε, λέει, πολύ χώρο.
Πέρασε από το δάσος με τις χρυσές βερικοκιές και τη γειτονιά με τα ανάποδα σπίτια κι έφτασε σε ένα ποτάμι. Στην άλλη όχθη είδε τη Λητώ.
- Βοήθησέ με να περάσω! του είπε. Οι νάνοι κλέψανε τη γέφυρα.
Τη βοήθησε να περάσει και γίνανε αμέσως φίλοι.
- Πιάσε μου ένα αστέρι! τον παρακάλεσε όταν νύχτωσε.
Έπιασε το πιο όμορφο αστέρι, το φύσηξε να μη ζεματάει και της το χάρισε. Μετά η Λητώ αποκοιμήθηκε. Ο Βλαδίμηρος έδιωχνε τους πεινασμένους πάνθηρες που ήθελαν να την αρπάξουν.
- Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου; τη ρώτησε όταν ξημέρωσε.
- Πιλότος είναι. Να τος!
Φεύγει ξαφνικά ο έλικας! Το αεροπλάνο πέφτει! Ευτυχώς ο Βλαδίμηρος...