Η μικρή Μυρτώ πηγαίνει διακοπές σε ένα μακρινό νησί. Την πρώτη μέρα αγκαλιάζει το πιο μεγάλο κύμα και βλέπει ένα μαγεμένο καράβι να αρμενίζει στα νότια. Το βράδυ τυλίγει στο δάχτυλό της μια φεγγαραχτίδα και πέφτει να κοιμηθεί. Το παράθυρο με τα γεράνια στο περβάζι είναι ανοιχτό και η νύχτα σιωπηλή. Τότε ενώ κανείς μα κανείς δεν το έχει προσκαλέσει εμφανίζεται το κουνουπάκι.
Ένα παραμύθι με ζαχαρένιες μυγδαλιές και γοργόνες που χορεύουν γαϊτανάκι, μια νοσταλγική ιστορία για τη μοναξιά, τη συντροφιά, το κάλεσμα της θάλασσας και τα καλοκαιριάτικα όνειρα, για τις διακοπές που όσο πιο πολύ τις περιμένεις τόσο περισσότερο αργούν να έρθουν, ένα παιχνίδι με ρυθμικά ζουζουνίσματα που διαβάζονται φωναχτά ώσπου το παιδί μαθαίνει να συμπληρώνει τους μισοτελειωμένους στίχους.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ζουζούνισε, ζουζούνισε, ώσπου το κοριτσάκι ξύπνησε. Είπε τότε όσο μπορούσε πιο ευγενικά:
Καλό μου κοριτσάκι,
κάνε λίγο πέρα
την κούνου-κούνου-πιέρα.
Κάνε λίγο πέρα
την κούνου-κούνου-πιέρα,
για να σου κάνω
με τα φτεράκια μου αέρα.
«Αυτό το κουνουπάκι δεν είναι να το εμπιστεύεται κανείς», σκέφτηκε το κοριτσάκι, και απάντησε κουνώντας αυστηρά το δάχτυλό του:
Ενοχλητικό μου
κούνου-κούνου-πάκι,
αν κάνω λίγο πέρα
την κούνου-κούνου-πιέρα,
δε θα μου κάνεις
με τα φτεράκια σου αέρα,
αλλά, πονηρούλι
κούνου-κούνου-πάκι,
θα μου τσιμπήσεις
και το άλλο μαγουλάκι.