Ο Ερίκος είναι ένας ωραίος κόκορας με χρυσοκόκκινη ουρά και πλουμιστό λειρί. Ξυπνάει κάθε πρωί τους κατοίκους της Ντελαγκράτσια, κακαρίζοντας με έξι διαφορετικούς τρόπους. Μια μέρα όμως πέφτει μια δυνατή νεροποντή και ο Ερίκος συναχώνεται. Έχει πονοκέφαλο, ρίγη και κρυάδες και σαν να μην έφτανε αυτό βραχνιάζει και δε μπορεί να κακαρίζει δυνατά για να ξυπνάει τον κόσμο τα πρωινά, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Ντελαγκράτσια να χουζουρεύουν από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί. Ο δήμαρχος καλεί έκτακτο δημοτικό συμβούλιο στην κρεβατοκάμαρά του και οι δημοτικοί σύμβουλοι αποφασίζουν να σώσουν τον Ερίκο και να προσλάβουν ένα νέο δυναμικό κόκορα στη θέση του. Απελπισμένος ο Ερίκος με μάτια θολά από τα δάκρυα, μαζεύει τα λιγοστά του υπάρχοντα και ετοιμάζεται να φύγει για πάντα από τη Ντελαγκράτσια. Τη στιγμή όμως που περνάει έξω από την παιδική χαρά μια ευχάριστη έκπληξη τον περιμένει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Κάθε πρωί λοιπόν, χαράματα, ο Ερίκος φτερούγιζε στην πιο ψηλή κεραμιδένια στέγη και περίμενε. Μόλις έβλεπε τον ήλιο να ξεμυτίζει απ' το καταπράσινο βουνό και να φωτίζει τους ανεμόμυλους και τ' ασβεστωμένα σπίτια, άρχισε να κακαρίζει με όλη του τη δύναμη:
Κίκι-ρίκι! Κικί-ρίκι!
Ανατολή! Ανατολή!
Μην κοιμόσαστε, ντροπή!
Φτάνει η ξάπλα!
Φτάνει, φτάνει!
Σηκωθείτε μάνι μάνι!