Τον ξύπνησε µια µυρωδιά που έκαιγε τον λαιµό του. Τη γνώριζε αυτή τη µυρωδιά. Ήταν η µυρωδιά µιας εκκλησίας που ήταν χρόνια κλειστή. Η µυρωδιά των καντηλιών, των µαρµάρων που φθείρονταν, της πέτρας που αποσαθρωνόταν, του ξύλου που σάπιζε, των σελίδων που έλιωναν, των πτωµάτων που εξαϋλώνονταν. Θα έπρεπε κανονικά να νιώσει φρίκη, ωστόσο απλώς κοίταξε τριγύρω του. Παρατήρησε µια µαύρη κηλίδα που σάλευε ελαφρώς. Μια κηλίδα χωρίς συγκεκριµένο σχήµα... Μια κατάµαυρη σιλουέτα... Χαµογέλασε στην κηλίδα. «Μορ Γκαµπριέλ» ψιθύρισε. Η κηλίδα πλησίασε, όταν πλησίασε απόκτησε σχήµα ανθρώπου. Ένας άνθρωπος τυλιγµένος στα µαύρα. Ο άνθρωπος ήρθε κοντά του, ψιθύρισε στο αυτί του. «Με γνώρισες;» Ένας άνδρας δολοφονηµένος µ’ ένα µαχαίρι µε λαβή σε σχήµα σταυρού. Ένα Ευαγγέλιο µε λέξεις υπογραµµισµένες µε αίµα. Ένα ταξίδι από την Ιστανµπούλ στα βάθη της Ανατολίας. Παµπάλαιες εκκλησίες, οι ρίζες του χριστιανισµού στην περιοχή, ένα περιβόλι από φυλές και πολιτισµούς: Ασσύριοι, Νουσαϊρί, Ρωµιοί, Τούρκοι, Κούρδοι, όλοι οι λαοί που µετέτρεψαν σε χώρα αυτά τα εδάφη… Ένα συναρπαστικό και πολυεπίπεδο µυθιστόρηµα από έναν µεγάλο σύγχρονο Τούρκο συγγραφέα.