Την βάφτισαν Εύα. Την φωνάζουν Τσαούσα. Γιατί από κοριτσάκι, άρπαζε τη ζωή από τα μαλλιά και δεν το έβαζε κάτω. Παρά τις απανωτές προδοσίες που αυτή της επιφυλάσσει, η Εύα θα μείνει Τσαούσα - μέχρι η ζωή να της χαρίσει αυτά που της χρωστά, σε μια Αθήνα που αλλάζει... Όταν ήμουν μικρή, αγαπούσα όλο τον κόσμο. Λάτρευα τη γιαγιά μου, τον κοκορίκο μου τον Μανωλάκη, τον Αντρίκο. Το «αγαπώ» μου χωρούσε μέσα κόσμο και κοσμάκη. Ακόμα και τους γονείς και την αδελφή μου αγαπούσα, άλλο που ποτέ δεν το παραδέχτηκα. Είχα τόση ανάγκη να τους δικαιολογώ για τη σκληρότητα και την αδιαφορία τους, που πάντα έβρισκα λόγους να το κάνω. Τα βράδια που ξάπλωνα, όταν έκανα την προσευχή μου, παρακαλούσα τον Θεό να δουν μέσα μου κάτι που θα τους έκανε να με αγαπήσουν κι αυτοί. Μετά τα απανωτά στραπάτσα που έφαγα, το «ω» μου δεν άντεξε. Άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει τις γοητευτικές του καμπύλες και να πνίγει μέσα του όσα του είχα χώσει. Ώσπου κατάντησε να γίνει «ο». Και τα «αγαπώ» μου μεταμορφώθηκαν σε ανορθόγραφα και άχαρα «αγαπό». Πόσοι άνθρωποι να χωρέσουν μέσα σ’ ένα μικρό «ο»; Στρυμώχτηκαν κι έσκασαν. Έτσι λοιπόν, το «ο» μου τώρα πια χωράει μία και μοναδική αγάπη. Την αγάπη που νιώθω για μένα...