Βιγκάτα, 1940. Το βράδυ της 11ης Ιουνίου, την επομένη της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο που ολόκληρο το έθνος υποδέχθηκε σαν «κερδισμένο λαχείο», στον σύλλογο «Φάσο & Φαμίλια» εμφανίστηκε ξαφνικά, μετά από πέντε χρόνια εξορίας λόγω συστηματικής συκοφαντίας του ένδοξου φασιστικού καθεστώτος, ο Μικέλι Ραγκουζάνο.
Κανείς, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τον χαιρέτησε, όμως τα αίματα άναψαν αμέσως και άρχισαν να ξεστομίζονται άσχημα λόγια, μέχρι τη στιγμή που ο ντον Εμανουέλε Πέρσικο, ξερακιανός ενενηνταεξάχρονος, μέλος της φασιστικής οργάνωσης από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της, έπαθε συγκοπή.
Ο Ραγκουζάνο τον είχε ρωτήσει προκλητικά: «Το όνομα Αντόνιο Καννιτσάρο σάς θυμίζει κάτι;». Κάποιος γονάτισε, ακούμπησε το αυτί του στην καρδιά του ηλικιωμένου και είπε σοβαρά: «Πέθανε».
«Σε αυτές τις σελίδες περικλείεται όλος ο Καμιλλέρι, γλώσσα, ειρωνεία, πανέμορφες γυναίκες, άντρες που περιμένουν να πέσει ο καρπός από το δέντρο, χωρίς να έχουν το κουράγιο όμως να προκαλέσουν την πτώση του». Corriere della Sera