Την «κυρα-Σοφία» τη γνώρισα σ’ ένα χωριό της Κρήτης, μικρό παιδί εγώ τότε, γύρω στα 1950.
Θυμάμαι πόσο όμορφη μου φαινότανε τότε.
Θυμάμαι που, όταν άπλωνε τα ρούχα στα σκοινιά, έμοιαζε σαν να χόρευε παράξενους χορούς.
Κι όταν άρχιζε το τραγούδι στο σιδέρωμα, όλα γίνονταν αλλιώτικα. Σαν να χαμογελούσανε. Σαν να λάμπανε...
Μέσα μου πίστευα πως ήταν μάγισσα.
Μα τη φοβόμουνα πολύ να της το πω.
Περάσανε πολλά χρόνια...
Κάποτε τη συνάντησα τυχαία στην Αθήνα. Με προσκάλεσε στο σπίτι της κι εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, ξαναθυμήθηκε την ιστορία της. «Μια μπόρα ήταν η ζωή μου. Μια μπόρα δίχως έλεος...
Ούτ’ εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς βάσταξα.
Να μη δίνει, παιδί μου, ο Θεός στον άνθρωπο όσα δύναται να σηκώσει...»
Προσπάθησα να γράψω αυτό το βιβλίο όπως θα το ’γραφε εκείνη, αν ήξερε γράμματα.
Σαν να κρατούσε, ας πούμε, κάποιο ημερολόγιο σ’ αυτή την μπόρα, που δεν είχε έλεος.