Λέρος 1975. Ένα αρματαγωγό του Πολεμικού Ναυτικού προσεγγίζει το λιμάνι του μικρού, ακριτικού νησιού. Μέσα του, δεμένοι χειροπόδαρα, άντρες και γυναίκες, επιβάτες σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή με προορισμό την «Αποικία», όπως αποκαλούν οι ντόπιοι το ίδρυμα, που, παρά την αποστροφή που τους προκαλεί, τους εξασφαλίζει το ψωμί τους.
Ανάμεσα στα ανθρώπινα ράκη που καταφθάνουν στο νησί είναι και ο δεκαεξάχρονος Άλκης. Ο δικός του εγκλεισμός όμως, όπως και κάποιων άλλων που νοσηλεύονται στη Λέρο, ουδεμία σχέση έχει με κάποια ψυχική ασθένεια. Οικογενειακά μυστικά που δεν μπορούν να βγουν στο φως της συντηρητικής κοινωνίας, ανίερα ερωτικά πάθη και αναπηρίες κάθε μορφής θάβονται εκεί μια για πάντα. Άνθρωποι ξεγραμμένοι, με το κλειδί της τύχης τους πεταμένο στα αζήτητα, καλούνται να συμβιώσουν σε ένα περιβάλλον εχθρικό και τρομακτικό συνάμα.
Χρόνια αργότερα, η νεαρή Έλλη προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεδιαλύνει το θολό παρελθόν της οικογένειάς της. Εγκλωβισμένη σε έναν κυκεώνα σκοτεινών μυστικών, αμφιταλαντεύεται μεταξύ αλήθειας και ψέματος, έρωτα και απελπισίας. Η Έλλη παλεύει να καταλάβει, να συγχωρέσει, να προχωρήσει. Μονάχα όμως η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, μπορεί να της χαρίσει μια φυσιολογική ζωή. Γιατί «είναι πολύ άσχημο να μην έχει κανείς μέλλον, είναι όμως κυριολεκτικά αφόρητο το να μην έχει παρελθόν».