Αθήνα, Μάιος – Ιούλιος 2011. Απειλή χρεοκοπίας, αγανάκτηση, ανεργία, κατήφεια, οργή, ακτιβισμός, κολεκτίβες, ανταλλακτήρια αγαθών, συναυλίες, το απρόσμενο τέλος της Έιμι Γουάινχαουζ, οικογενειακές υποθέσεις, απόπειρες ενηλικίωσης, έρωτες, φιλίες, απογοητεύσεις… Η ζωή σαν ασανσέρ: μια πάνω, μια κάτω.
Μέσα σ’ όλα αυτά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι συναντιούνται με τον πιο παράδοξο τρόπο την τελευταία βροχερή μέρα της άνοιξης. Ο ένας τρέχει για να φύγει από τη μιζέρια του σπιτιού του, η άλλη ακολουθεί, παρά τη θέλησή της, τον πατέρα της στις παρακινδυνευμένες ακτιβιστικές του ενέργειες. Η συνάντησή τους δε θα διαρκέσει πάνω από δύο λεπτά (κι αυτά μουγκά), αλλά θα τους αφήσει διψασμένους για συνέχεια. Έρωτας; Ανάγκη; Απελπισία; Θα δείξει. Αρκεί να ξαναβρεθούν…
Ένα μυθιστόρημα τρυφερό, με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, που έχει για φόντο μια παρέα αγανακτισμένων νέων που στήνουν μια κολεκτίβα ανταλλαγής αγαθών, ακραίες ακτιβιστικές πράξεις και, βέβαια, μια κοινωνία που ψάχνει τον προσανατολισμό της.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με τις φωνές των δύο ηρώων να εναλλάσσονται, το μυθιστόρημα πραγματεύεται το ζήτημα της ταυτότητάς τους και της ανάγκης τους να απαγκιστρωθούν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της οικογένειάς τους προκειμένου να αρθρώσουν τον δικό τους λόγο. Αποτελεί το τρίτο και τελευταίο σκέλος της άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με το Κάπου ν’ ανήκεις και συνεχίστηκε με τις Ύαινες, η οποία εξερευνά το ζήτημα της ταυτότητας στην κρίσιμη εφηβική ηλικία, όπου η εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του υπόκειται σε δεκάδες στρεβλώσεις, αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης του να ενταχθεί σε κάποια υποομάδα του κοινωνικού συνόλου.