Κάποτε, λοιπόν, γεννήθηκε εν Αθήναις η Αμφιτρίτη Βράνη του Κυρίλλου… Διαισθητικά, χρειαζόταν την αλήθεια, όπως αυτή ξεπηδούσε από ασκημένες ζωές και επικίνδυνα πάθη. Όμως, δεν ήταν έτοιμη για κάτι τόσο τολμηρό. Παρ’ όλα αυτά, το ένστικτό της – φορτισμένο με ρομαντικά λάθη και έναν αισθησιασμό που την ξεπερνούσε– την έκανε να περιφρονεί το αστικό αμπαλάζ μιας συνηθισμένης ζωής εξ ονόματος του έρωτα. Κι επειδή ερωτεύτηκε τον έρωτα, πίστεψε πως ανέβαινε στα υψίπεδα μιας αιρετικής αγιοσύνης…
Δεν τη συγχώρησαν για την τόλμη της και δεν συγχώρησε κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό της. Εκπαιδεύτηκε να επιζεί και να διαιωνίζει μια νοσταλγία πέρα από το χθες όπου στοίβαζε τα πάθη της.
Δεν έμενε τώρα παρά να αποδείξει ότι η φάλτσα ζωή της όφειλε να τη δικαιώσει, αν και κάλπαζε στην όγδοη δεκαετία της. Όμως, είχε κι ένα αξόδευτο στοκ νεότητας – κι αυτό ακριβώς ήταν το διαβατήριο που την έκανε προσβάσιμη στο ερεθιστικό ντόμινο των συμπτώσεων. Συμπτώσεις που θα τις έλεγες και εκκρεμότητες...
Όλα αυτά σε μια τωρινή Αθήνα, ασυγχρόνιστη με την αισθητική ηθική της, γεμάτη από ίχνη απόντων. Θα ψάξει τελικά τις αφορμές της απελπισίας της με επιείκεια, υπερασπιζόμενη όμως και τους θυμούς της.
Έτσι ήταν η Αμφιτρίτη-Ρίτα Βράνη. Μια γυναίκα που μπορούσε να διαπρέψει ως γιατρός, ως ηθοποιός, ως νεκρή και ως αστέρι σε έναν γαλαξία συμβάσεων. Προτίμησε την ανατροπή, αυτοσαρκάζοντας την αδιαπραγμάτευτη μοναξιά της και τις ήττες της, που τις έκανε να δείχνουν νικηφόρες. Κι έτσι συνεχίζει…