«Το μέγιστο παράδειγμα νεoτερικής ποίησης όλων των γλωσσών» (Τ. Σ. Έλιοτ), «το τελευταίο λυρικό έργο που είχε ευρωπαϊκή απήχηση» (Βάλτερ Μπένγιαμιν), είπαν για τα Άνθη. Βάζοντας στη θέση της φύσης την πόλη, στη θέση της ηθικής και των ιδανικών την υποβλητική μορφή του Κακού, ο Μπωντλαίρ αντιστρέφει τις αστικές αξίες: ποιητής και βιβλίο γίνονται μια απειλή. Ο «Δάντης της έκπτωτης εποχής μας», αυτός ο τελευταίος κλασικός και ο πρώτος νεοτερικός, γράφει το λυρικό του έπος με ήρωες πόρνες, ζητιάνες, ρακοσυλλέκτες, νοσηρά ερωτευμένους, θανατόφιλους, οπιομανείς. Πρόσωπα των απαγορεύσεων και των άκρων, αποκλεισμένα από τον κοινωνικό ιστό, κι όμως αναπόσπαστο τμήμα του, διασχίζουν το μισοφώτιστο με φανάρια του γκαζιού Παρίσι, αγαπιούνται σε κάμαρες αρωματισμένες, είναι άρρωστα από νοσταλγία. Η αισθησιακή, παράφορη γυναίκα κάθε ηλικίας είναι η βασική ηρωίδα αυτού του limbo. Όμως αυτή η πρωτοφανέρωτη κι αλλόκοτη νυχτιάτικη φαντασμαγορία τονίστηκε με τους πιο αυστηρούς μετρικούς κανόνες, διατυπώθηκε σε στιχουργικά σχήματα του κλασικισμού. Σμίγοντας το παμπάλαιο με το σύγχρονο, το φευγαλέο με το παντοτινό, το ευτελές με το ατίμητο, ο Μπωντλαίρ προσδιόρισε ξανά το λυρισμό καθιστώντας τη modernite σε βασικό συστατικό της νέας αισθητικής, κυοφορώντας έτσι το συμβολισμό, αλλά πρωτίστως τη νεοτερική (ευρωπαϊκή) ποίηση: τον Μαλλαρμέ και τον Ρεμπώ.