«Ένα χωριό τραχύ, στο χρώμα τής στάχτης, μαυρειδερά σπίτια κάτω από τον ανήλεο ήλιο των νησιών τής Μεσογείου, κάτοικοι καμένοι από τη μιζέρια και τα πάθη. Σήμερα, το κυρίαρχο πάθος είναι το μίσος. Ένα πολιτικό μίσος φονικό, που ρίχνει τον αδερφό ενάντια στον αδερφό του. Και μπροστά σ’ αυτή τη θύελλα των ανομιών, στέκει ένας ηλικιωμένος άντρας, απελπισμένος, γιατί η φωνή του είναι “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”. Για τον παπα-Γιάνναρο αυτό το κύμα φρίκης δεν μπορεί παρά να σημαίνει την ίδια την ανικανότητα της ιερωσύνης του: ο διάβολος κυβερνά τον κόσμο. Ή ο διάβολος ή ο Λένιν. Γιατί για τον δάσκαλο, που ξεσηκώνεται με ενθουσιασμό από τις νέες ιδέες, η πάλη έχει νόημα. Βαριά άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος, κρατάει την ψυχή του με όλες του τις δυνάμεις, γιατί θέλει να προφτάσει να δει την άφιξη της Ελευθερίας.
»Αυτό το επιθανάτιο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη είναι, ανάμεσα σε όλα τα έργα του, το πιο κοντινό στον κόσμο μας, που σπαράζεται από αδελφοκτόνες μάχες.»
(Από τη γαλλική έκδοση Nikos Kazantzaki, Les freres enemis, Plon, Paris 1978.)
«Στη γη που μεταμορφώνεται σε Πομπηΐα λίγο πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου, η πολιτική τής σφαγής διαιρεί το χωριό τού Κάστελου. Ο παπα-Γιάνναρος αγανακτεί, κραυγάζοντας ότι χωρίς ειρήνη δεν θα έρθει ανάσταση. Αλλά οι μεθυσμένες για ελευθερία φωνές καταλαβαίνουν πως η αληθινή θρησκεία ενώνεται με την εξέγερση κι ότι o άνθρωπος μπορεί να αντικαταστήσει τον Θεό στον θρόνο Του. Ο παπα-Γιάνναρος φτάνει στη μεγάλη αποκάλυψη: όσο οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται, ο Χριστός θα παραμένει νεκρός. Και, με το παράδειγμα του μαρτυρίου του, εξαπολύει στους ανέμους τής Ελλάδας, που μαρτύρησε από την έχθρα μεταξύ αδερφών, αυτή την αλήθεια.»
(Από την πορτογαλική έκδοση Nikos Kazantzaki, Os irmaos inimigos, Estudios Cor, Lisboa 1972.)