«Φίλοι του άλλου πολέμου, / σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά / σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα— / Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη? / εκείνοι που είδαν την αυγή μέσ’ απ’ την πάχνη του θανάτου / ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ’ άστρα, / νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα / τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής?/ κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν / όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια: / «Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε / πώς έγινε τούτο το φονικό?/ την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια, / το στέγνωμα της αγάπης?/ Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».