Ίσως τον έχουν διώξει από τη χώρα του, αφού πρώτα ηττήθηκε σε μάχη. Γι’ αυτό ο Δράκος διάλεξε να μένει μόνος μέσα στο δάσος και να φέρνει τον φόβο στις καρδιές όλων. Κι όμως ένα μικρό κορίτσι από ένα διπλανό χωριό δε γνωρίζει τι θα πει φόβος. Ξεκινάει ένα ταξίδι για την άλλη πλευρά του δάσους, κι ακόμη παραπέρα, κι ας ξέρει ότι θα τον συναντήσει. Κρατά στο χέρι του μια βαλίτσα. Μια βαλίτσα με τρεις τσαγιέρες. Κάθε τσαγιέρα, εκτός από τσάι, έχει κι ένα δώρο που του έχουν δώσει οι γονείς του: υπομονή, θάρρος, σοφία. Μ’ αυτά θα αλλάξει τη ζωή του Δράκου για πάντα.
«Ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τη φόρμα και τα μοτίβα των λαϊκών παραμυθιών αρχική κατάσταση, δοκιμασία, δράση/μαγεία, δικαίωση το κορίτσι του παραμυθιού φεύγει μακριά από τους γονείς της για να «βρει τον δρόμο προς τον κόσμο που ανακαλύπτει ο καθένας μόνος του».
Ο κόσμος αυτός ορίζεται σαν η άλλη πλευρά ενός μεγάλου δάσους όπου μέσα του κατοικεί και παραμονεύει ένας δράκος που τρομοκρατεί τους κατοίκους του χωριού.
Το συμβολικό σύμπαν που πλάθει ο συγγραφέας προσλαμβάνεται ατομικά, σύμφωνα με τη συγκρότηση του κάθε αναγνώστη, ενώ τα μοτίβα του δάσους και του δράκου μπορούν να αναλυθούν από πολλές πλευρές. Για παράδειγμα, η συνάντηση με τον δράκο θα μπορούσε να είναι η ερωτική ενηλικίωση, όπως ίσως θα πρότειναν οι υποστηρικτές της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, ενώ οι τρόποι προσέγγισής του μπορεί να σημαίνουν την κοινωνική και ψυχολογική ωριμότητα που απαιτεί ο χειρισμός δύσκολων καταστάσεων. Γενικά όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δάσος είναι ο ανεξερεύνητος κόσμος, το άγνωστο, ενώ ο δράκος το διαφορετικό, ο άλλος.